- φαινυλουρία
- η, Νχημ. συνοπτική ονομασία παραγώγων τής ουρίας που σχηματίζονται κατά την επίδραση αμινών στους φαινυλοϊσοκυανικούς εστέρες, αντίδραση που επιτρέπει τον χαρακτηρισμό τών πρώτων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. phenyluree < phenyl (βλ. φαινύλιο) + uree (βλ. και -ουρία)].
Dictionary of Greek. 2013.